- μαντζούνι
- τοβλ. ματζούνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντζούνι — το (λ. τουρκ.), πρακτικό φάρμακο για διάφορες θεραπείες: Έφτιαχνε μαντζούνια για όλες τις αρρώστιες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκλειγμα — το (AM ἔκλειγμα) φάρμακο με πολτώδη σύσταση (με μέλι στα συστατικά του) το οποίο γλείφει και καταπίνει ο ασθενής, το μαντζούνι … Dictionary of Greek
ματζούνι — και μαντζούνι, το φάρμακο για εσωτερική χρήση, πυκνόρρευστο και κολλώδες, από λεπτές σκόνες με σιρόπι, μέλι ή υγρή ρητίνη, το έκλειγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. macun] … Dictionary of Greek
magiun — MAGIÚN s.n. Pastă alimentară consistentă obţinută prin fierberea şi terciuirea prunelor sau, p.ext., a altor fructe (fără adaos de zahăr). – Din tc. macun. Trimis de claudia, 16.09.2003. Sursa: DEX 98 MAGIÚN s. (reg.) dulceaţă, (Transilv.)… … Dicționar Român